- φορμορραφίς
- -ίδος, ἡ, Αείδος βελόνας με την οποία έραβαν ενδύματα, κυρίως ναυτικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + ῥαφίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φορμορραφίς — needle for sewing mats with fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορμορραφίδα — φορμορραφίς needle for sewing mats with fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορμορραφίδος — φορμορραφίς needle for sewing mats with fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορμορραφίσιν — φορμορραφίς needle for sewing mats with fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)